- ξεβγαίνω
- (αόρ. ξεβγήκα) αμετ.1) выходить; выезжать; 2) позволять себе вольности; 3) эмансипироваться; 4) становиться проституткой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεβγαίνω — (Μ ξεβγαίνω και ἐξεβγαίνω και ἐξηβγαίνω) 1. βγαίνω έξω από κάποιο κλειστό χώρο νεοελλ. 1. απαλλάσσομαι από τις απαγορεύσεις τού κατεστημένου, χειραφετούμαι 2. παίρνω τον κακό δρόμο, πέφτω στη διαφθορά, εκπορνεύομαι μσν. 1. φεύγω από κάπου με… … Dictionary of Greek
ξέβγα — το έξοδος («στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα του πετρίτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής προστ. τού ξεβγαίνω, κατά τα έβγα, έμπα (πρβλ. ξέβαν)] … Dictionary of Greek